κασσιτέρωση

κασσιτέρωση
η
το κασσιτέρωμα, η επίχριση με κασσίτερο, το γάνωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κασσιτέρωσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κασσιτέρωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του κασσιτερώνω, γάνωμα: Μετά την κασσιτέρωση γυαλίζουν τα μαχαιροπίρουνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακασσιτέρωση — η η εκ νέου κασσιτέρωση, το ξαναγάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κασσιτέρωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα «Άστυ» (έκθεση αστυάτρων)] …   Dictionary of Greek

  • καλάισμα — το [καλαΐζω] η επάλειψη τών χαλκωμάτων με κασσίτερο, κασσιτέρωση, επικασσιτέρωση, γάνωμα …   Dictionary of Greek

  • κασσιτέρωμα — το κασσιτέρωση, γάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”